Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Όταν ο φασισμός εξαπλώνεται, τον νικάμε με πράξεις και όχι με προσευχές




 Μία κομμουνιστικη άποψη για τον αντιφασιστικό αγώνα


Πώς λοιπόν τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισμού την    αλήθεια για το φασισμό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισμό, πού τον προκαλεί; Πώς να 'χει η αλήθεια αυτή πραχτική σημασία;
Αυτοί πού είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να 'ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί πού παραπονιόνται για τη βαρβαρότητα πού αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν μ' ανθρώπους πού θέλουν το μερτικό τους απ’ το αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα.

Μπέρτολτ Μπρεχτ
Η εκλογική έκρηξη της Χρυσής Αυγής βρίσκει την Αριστερά και συνολικά όλες τις τάσεις του κινήματος όχι απλά σε αμηχανία, αλλά στο περιθώριο, στο ρόλο του παθητικού παρατηρητή όσον αφορά το επίπεδο της πολιτικής δράσης και της παραγωγής πολιτικού λόγου. Και αυτό παρά το ότι αθροιστικά η Αριστερά κέρδισε ένα από τα ιστορικά μεγαλύτερα εκλογικά της ποσοστά και ένα κομμάτι της κατελαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου επιπέδου εξέλιξης των λαϊκών κινητοποιήσεων και της ταξικής πάλης ενάντια στην κοινωνική κατεδάφιση που έχει επιτελεστεί τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Συνεπώς μπαίνει ένα επιπλέον κρίσιμο καθήκον στο κίνημα και ιδιαίτερα τις πιο μαχητικές του δυνάμεις, μία επιπλέον πρόκληση (και συνάμα εμπόδιο) στην προσπάθεια του να συγκροτήσει την αντίσταση των εργατολαικών στρωμάτων που εξαθλιώνονται από την άγρια επίθεση του κεφαλαίου. Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο από κάποιους ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους κομμουνιστές και που από διάφορες θέσεις τα τελευταία χρόνια έχουν επιμείνει – κόντρα στο ρεύμα σχεδόν όλης της Αριστεράς – στην αντίληψη για την εξάπλωση της φασιστικοποίησης της κοινωνίας ως επίσημη συστημική πολιτική απόλυτα αλληλένδετη με τη στρατηγική της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης από το ελληνικό κεφάλαιο μέσω του πολύπλευρου καθορισμού της πολιτικής και οικονομίας του ελληνικού κράτους από την ιμπεριαλιστική ΕΕ, που εντείνεται στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης. Φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα σχέδιο θέσεων για τους κυρίαρχους κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους εξάπλωσης του φασιστικού ρεύματος και τις προοπτικές αυτού, τις ευθύνες του κινήματος, και μια συμβολή σε επίπεδο άμεσης δράσης και τακτικής της Κομμουνιστικής Αριστεράς των πολιτικών και κινηματικών καθηκόντων για την ενιαία αντιφασιστική πάλη, σαν αιχμή της αντιιμπεριαλιστικής, αντικαπιταλιστικής – τελικά – επαναστατικής δράσης.
Η άνοδος της ΧΑ και η αντίστοιχη θέση της Αριστεράς μέσα και μετά από τις εκλογές βρίσκονται σε συνάρτηση όχι απλά με ένα αριθμητικό αποτέλεσμα των φασιστών (το οποίο βέβαια οι περισσότεροι το περίμεναν αισθητά πεσμένο σε σχέση με τις 6 Μάη και ότι δεν θα επέτρεπε στη ΧΑ να ξαναμπεί στη Βουλή), αλλά με τη διαφαινόμενη διαμόρφωση ενός κοινωνικού ρεύματος. Αυτό το ρεύμα εκφράζεται στην πράξη από τη δημόσια και τελείως ανοιχτή πλέον δράση των φασιστών, και την επικρότηση και πρακτική υιοθέτηση από μία μερίδα κόσμου όλων όσων πρεσβεύουν οι Χρυσαυγίτες: τις δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες ως έκφραση ρατσιστικού μίσους καθ’ αυτού, την «προτίμηση» των πολιτών και δη των μικροαστών-εισοδηματιών στους φασίστες και όχι στους μπάτσους για προστάτες τους στις οικονομικές τους διαφορές με μετανάστες, η «επίλυση» της μη πληρωμής των ενοικίων από τους μετανάστες και η πάταξη του «παρεμπορίου», η «περιποίηση» των μεταναστών που διεκδικούν αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες, έχουν γίνει σημείο αναφοράς της χρυσαυγίτικης δράσης. Και φυσικά, προστίθεται πλέον και η ανάθεση στους άσπιλους και αμόλυντους  τραμπούκους της ΧΑ της τιμωρίας και τρομοκράτησης του παλιού διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης το οποίο βλέπουν ως αποκλειστικά υπεύθυνο για τη σημερινή κατάσταση.  Απέναντι σε αυτά η Αριστερά, ανέτοιμη να προβλέψει την έφοδο των φασιστών στο προσκήνιο προβάριζε από τις 13 Φλεβάρη (κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική) τα εκλογικά της κοστούμια, κηρύσσοντας στάση κινήματος και ανέμενε να μετρήσει πόσα κουκιά (που τελικά ήταν όντως πολλά) θα κέρδιζε από την ευρεία αγανάκτηση των κοινωνικών στρωμάτων που οδηγούνται στην εξαθλίωση, ενώ οι αναρχικοί «ετοιμάζουν» τις αντιφασιστικές ομάδες κρούσης που θα αντιπαρατεθούν στρατιωτικά με τους ναζί.
Έτσι λοιπόν αν πάρουμε μία απλή μαθηματική ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων θα μπορούσαμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα ότι ναι μεν υπάρχει μία τάση φασιστικοποίησης μεταξύ των πληττόμενων στρωμάτων τα οποία μην μπορώντας να εξηγήσουν τα συστημικά αίτια που τα οδηγούν στην ανέχεια, ρίχνουν το φταίξιμο «συναισθηματικά» στους ξένους «που παίρνουν τις δουλειές» (και στους διεφθαρμένους πολιτικούς γενικά). «Άλλωστε», είναι γεγονός ότι ο φασισμός αναδύεται σε όλες τις κρίσεις. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να υποστηριχτεί, το ποσοστό που ψήφισε αριστερά και ειδικά ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνά κάθε προηγούμενο, και δείχνει μία δυνάμει αριστερή στροφή σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Δεν θέλουμε εδώ να κάνουμε μία ανάλυση περί εκλογικών αποτελεσμάτων και μία κριτική των θέσεων των αριστερών σχηματισμών που κατέβηκαν στις εκλογές (εξάλλου τα συμπεράσματα των εκλογών από όλες τις μεριές συνήθως «επιβεβαιώνουν την ορθότητα» της κάθε γραμμής). Θα πούμε ωστόσο ότι η αναγνώριση του φασιστικού φαινομένου (και γενικά της ακροδεξιάς) μόνο στο πρόσωπο της ΧΑ παραγνωρίζει το συνολικό ρεύμα των εκφράσεων του φασισμού και των παρελκόμενων του (ρατσισμός, ξενοφοβία, εθνικισμός, κλπ). Έτσι, δίπλα στους καθαρούς φασίστες της ΧΑ και του άχρηστου πια για το καθεστώς ΛΑΟΣ, οφείλουμε να συναθροίσυμε κόμματα που προωθούν τη γραμμή της φασιστικοποίησης και τον αντιμνημονιακό εθνικιστή-ρατσιστή και παρολίγο συνεργάτη του ΣΥΡΙΖΑ Καμμένο (που σε αντίθεση με τον «καλτ» Καρατζαφέρη έχει ένα πολύ πιο σύγχρονο και αποδεκτό προφίλ) και φυσικά τη ΝΔ. Έτσι, το ποσοστό της καθαρόαιμης συντηρητικής δεξιάς ανεβαίνει στο 45,67%. Αυτή η διευκρίνιση αφορά στο ότι και μόνο η απλοϊκή ανάγνωση των κουκιών είναι ενάντια σε αυτή τη δεδομένη τακτική της Αριστεράς, πολύ περισσότερο δε, δεν αναγνωρίζει τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην τεράστια άνοδο του φασισμού και ειδικά του πιο απροκάλυπτα επιθετικού του τμήματος (της ΧΑ δηλαδή), αλλά και τις μορφές που μπορεί να πάρει στο μέλλον η ακροδεξιά στην Ελλάδα.
Για να κατανοήσουμε λοιπόν την ευρεία αναγέννηση του φασιστικού ρεύματος είναι αναγκαίο να δούμε κάτω από ποιες συγκεκριμένες διαδικασίες διογκώθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Επαναλαμβάνουμε ότι μία ανάλυση που λέει ότι για την άνοδο του φασισμού πρέπει να ανατρέξουμε γενικά και αόριστα στην κρίση και στη ψυχολογική επιρροή της στις αποκτηνωμένες μάζες που στρέφουν την οργή τους ενάντια στον «Άλλο», αρνείται να κάνει ουσιαστική αποτίμηση των διεργασιών σε Ελλάδα και Ευρώπη. Τελικά, με αυτό τον τρόπο, αφού «έτσι γίνεται σε κάθε κρίση», το αντικαπιταλιστικό κίνημα ουσιαστικά αποποιείται των ευθυνών του να ανακόψει αυτό το ρεύμα πριν σηκώσει για τα καλά κεφάλι, και φυσικά να χαράξει κατεύθυνση πραγματικής σύγκρουσης με την πολιτική του κεφαλαίου. Για εμάς βέβαια ο φασισμός είναι χωρίς δεύτερη κουβέντα ένα κομμάτι του καπιταλισμού που επιδιώκει σε συγκεκριμένες συνθήκες να παρεμποδίσει την ενότητα της εργατικής τάξης. Όμως για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τη φασιστικοποίηση, πρέπει να την αναζητήσουμε στις ίδιες τις δομές της οικονομικής βάσης του ελληνικού καπιταλισμού, και αντίστοιχα της διαμόρφωσης του κρατικού, πολιτικού και πολιτιστικού εποικοδομήματος. Ταυτόχρονα, πρέπει να κατανοήσουμε ότι φασισμός δεν σημαίνει απαραίτητα σβάστικα και κατάλυση της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας και να αναδείξουμε τους πραγματικούς κινδύνους που εγκυμονεί στο τώρα.
Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία, διαχρονικά εξαρτημένη από το αμερικάνικο και ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο λόγω αντικειμενικών ιστορικών διαδικασιών, στηρίχθηκε ανέκαθεν στην ολοένα και στενότερη σύνδεση της με τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Έτσι, η ελληνική αστική τάξη, νομοτελειακά και αντικειμενικά αδύναμη να αναπτύξει στον ελλαδικό χώρο έναν μονοπωλιακό καπιταλισμό, έχει στηρίξει ιστορικά την εξουσία της στο διττό προτσές τόσο του πολιτικού της καθορισμού από τους ιμπεριαλιστές, όσο και της διαμόρφωσης της μεγαλοελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας ως όχημα για την κοινωνική νομιμοποίηση του μονόδρομου της πρόσδεσης στο ξένο κεφάλαιο σαν εκπλήρωση αυτής της ιδεολογίας. Στα δεδομένα της ΕΕ, των πλατιών ρευμάτων μετανάστευσης και της τωρινής κρισιακής κατάστασης, είναι απαραίτητο για το ελληνικό αστικό σύστημα να διατηρηθεί μέσα στην ένωση για να επιβιώσει (και αυτό περνά μόνο μέσα από την εντονότερη εξάρτηση) και να παρουσιάζει  την παραμονή εντός της ως το απώτερο εθνικό καθήκον. Έτσι, το αστικό έθνος-κράτος δίνει νέα μορφή στην έννοια της εθνικής ενότητας ανάλογα με τις αλλαγές στην καπιταλιστική οικονομική βάση, διακρίνοντας και τους εχθρούς της πατρίδας σε όσους μάχονται ενάντια στον ευρωμονόδρομο και σε όσους πρέπει να φανεί ότι ευθύνονται για την καταστροφή της εθνικής οικονομίας και να εξαφανιστούν: τα κομμάτια του λαού που αγωνίζονται και βλάπτουν την ομαλή ροή του χρήματος και το διεθνές κύρος της χώρας (δηλαδή την άνευ όρων θέσπιση των εκμεταλλευτικών νόμων), τους μετανάστες μικροπωλητές και τους εργαζόμενους που «είχαν υπέρμετρες κοινωνικές παροχές».
Φασιστικοποίηση της πολιτικής ζωής και της κοινωνίας, λοιπόν. Η συμπύκνωση μίας πολιτικής που έχει ακολουθήσει το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο για τουλάχιστον 20 χρόνια, από την εποχή της μαζικής εισόδου μεταναστών και προσφύγων από την Ανατολική Ευρώπη, το σταδιακό κλείσιμο επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας και την πτώση των μισθών. Τότε αυτή η προπαγάνδα εκ μέρους του ελληνικού κράτους χρησίμευε για την απόκρυψη του γεγονότος της αποβιομηχάνισης μέσα στα πλαίσια της ΕΕ και την απαρχή του κλεισίματος θέσεων εργασίας, ώστε να φαίνεται ότι «οι ξένοι κλέβουν τις δουλειές». Τώρα έρχεται να διαστρεβλώσει την αλήθεια για την ανεργία του ενός + εκατομμυρίου. Η άνοδος της εγκληματικότητας δεν θεωρείται ως αποτέλεσμα της εντεινόμενης εξαθλίωσης, και τα αντίστοιχα φαινομένα «αυτοδικίας» και «απονομής δικαιοσύνης» από τους φασίστες εν ελλείψει ενός «υπεύθυνου αστυνομικού κράτους», η κατασκευή των «υγειονομικών βομβών» στην εποχή της τριτοκοσμικοποίησης του συστήματος υγείας, και βέβαια η ρητορεία για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και της κίνησης των εμπορευμάτων ως απότοκο του «παράνομου εμπορίου» βρίσκουν στους μετανάστες την απόλυτη ρίζα του κακού.
Η οικοδόμηση της πλατιάς αποδοχής του ρατσισμού, του εθνικισμού και της ξενοφοβίας αποτελεί επίσημη κρατική πολιτική που εξυπηρετεί τις επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου για πρόσδεση στο άρμα της ιμπεριαλιστικής ΕΕ και της έμμεσης ή άμεσης συμμετοχής του ελληνικού κράτους σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Το αποτέλεσμα είναι αφενός η πιστή εφαρμογή των ευρωπαϊκών νόμων περί μετανάστευσης που εγκλωβίζει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τους μετανάστες και πρόσφυγες που ξεριζώνονται από τις πατρίδες τους ή τους οδηγεί στην παρανομία και αφετέρου η ιδεολογική προετοιμασία του εθνικισμού μίας κοινωνίας που αντιλαμβάνεται ότι πλήττεται συνολικά και υπερταξικά, και άρα πρέπει να θυσιαστεί  εθνικά για τη σωτηρία και την τόσο διαφημιζόμενη αλλά ανέφικτη «ανάπτυξη» (που βέβαια σημαίνει το τσάκισμα όλων των εργατικών δικαιωμάτων). Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε ότι, κατά μία έννοια, το κεφάλαιο βολεύεται με τον χαρακτηρισμό των αστών πολιτικών ως εθνοπροδοτών καθώς αποκρύπτεται ότι η συστημική ρίζα της κρίσης στην Ελλάδα, το ότι αυτή ξέσπασε νομοτελειακά λόγω της θέσης της στην ιμπεριαλιστική ΕΕ και το διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Όλα αυτά τα αναφέρουμε για να αναδείξουμε ότι είναι η συγκεκριμένη πολιτική του ιμπεριαλιστικού συστήματος (και όχι «σκέτα» η κρίση) που περνάει μέσα από τη φασιστικοποίηση για να εδραιωθεί, και ότι αυτή μέσα στην κρίση εντείνεται και «τροποποιείται» στα νέα δεδομένα της συνεχιζόμενης ύφεσης και της οξυμένης ταξικής πάλης. Είναι γεγονός ότι η διαδικασία της φασιστικοποίησης, και ειδικά ο ρατσισμός και εθνικισμός της ελληνικής κοινωνίας επωάστηκε μέσα σε συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας (ολυμπιακοί, αθλητικές επιτυχίες, κατασκευαστικός οργασμός), και υπερεκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών, κατά την οποία σταδιακά και σχεδιασμένα συμπιέζονταν οι μισθοί, καταστρεφόταν η αγροτική οικονομία και κατεδαφιζόταν το κοινωνικό κράτος. Έτσι στρώθηκε και ο δρόμος για τον κοινωνικό αυτοματισμό/κανιβαλισμό που εκτός από τους μετανάστες εκτρέπεται πλέον προς κάθε στρώμα του οποίου τα δικαιώματα πρέπει να καταργηθούν για την εξοικονόμηση εσόδων. Ο απώτερος στόχος είναι συνολικά να συντριβεί η Αριστερά και όλο το κίνημα για να είναι απρόσκοπτη η εκμετάλλευση του λαού. Ας μην εκπλαγούμε αν στο μέλλον ξαναδούμε «επιτροπές αγανακτισμένων» με πρωτοστάτες τους νομιμοποιημένους πλέον βουλευτικά χρυσαυγίτες να επιτίθενται μαζικά σε απεργούς και σε λαϊκές συνελεύσεις. Η επιβράβευση της επίθεσης του Κασιδιάρη στις αριστερές βουλευτίνες δεν ήταν παρά μονάχα η αρχή.
Θεωρούμε ότι η είσοδος των ναζιστών στο προσκήνιο δεν είναι παρά μονάχα η αρχή, καθώς δεν έχουμε δει ακόμα τι μπορεί να σημάνει πραγματικά ακροδεξιά ως κυρίαρχη πολιτική έκφραση, και τι προοπτικές αυτή θα έχει στο μέλλον. Ο κίνδυνος δεν είναι άμεσα η άνοδος στην εξουσία ενός κόμματος του τύπου της ΧΑ, αλλά, με δεδομένο την εύθραυστη κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά και τα ίδια τα αδιέξοδα της καθεστωτικής πολιτικής, η αναδιοργάνωση και η ανανέωση του αστικού πολιτικού συστήματος σε ολοένα πιο αντιδραστική και φασιστική κατεύθυνση, ώστε να θωρακιστεί στην επικείμενη «αποτυχία» και των επερχόμενων μέτρων και κατάρρευση της συγκυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να αναδιοργανωθεί για να ξεπλύνει τις παλιές και πρόσφατες αμαρτίες. Έτσι, η προοπτική της δεξιάς στις νέες πιο δύσκολες μέρες θα περάσει μέσα από την «ανασυγκρότηση» της επίσης κλυδωνιζόμενης ΝΔ και την αντικατάσταση της από τη συνένωση των δεξιών-ακροδεξιών πολιτικών τάσεων σε ένα κόμμα εξουσίας που να έχει τη δυνατότητα να απαντάει κυβερνητικά και νομοθετικά με ανοιχτό εκφασισμό στην εντεινόμενη ταξική πάλη και στις εκφραζόμενες «απαιτήσεις» αυξανόμενων κοινωνικών στρωμάτων για ασφάλεια, αντιμεταναστευτική πολιτική και «ανάπτυξη για τους έλληνες». Η συσπείρωση στην ΝΔ των πιο ακραίων αλλά και εκσυγχρονισμένων για τις τωρινές συνθήκες στελεχών του ΛΑΟΣ (Βορίδης, Βελλόπουλος, Γεωργιάδης) και η εξαφάνιση του αχρείαστου πλέον παλαιοφασιστικού-χριστιανικού ΛΑΟΣ που μάλλον τελικά χρησίμευε ως μεταβατική κατάσταση δένεται με την ανοιχτή αντικομμουνιστική υστερία του Σαμαρά στην προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα, η δημιουργία του λαικοδεξιού και πιο «πλασαρισμένου» στην πραγματικότητα μορφώματος του Καμμένου, που στηρίχθηκε στην «πάνω πλατεία» και στα μέσα δικτύωσης, κρύβει κάτω από τη μάσκα του σκληρού αντιμνημονιακού την απόλυτη συγκρότηση στο πλαίσιο της επιθετικής-αντιδραστικής καθεστωτικής πολιτικής στα θέματα ασφάλειας, μετανάστευσης και οικονομίας. Αυτά είναι καθαρά σημάδια της τάσης του να διαμορφώσει το φασιστικό και συντηρητικό ρεύμα στην Ελλάδα χαρακτηριστικά που να είναι αφενός πιο σύγχρονα και αφετέρου να φαίνεται ότι «αφουγκράζονται» τις ανάγκες του κόσμου και να ανταποκριθούν σε αυτές. Η ίδια η προώθηση της ΧΑ από τα πάνω, θα αποτελέσει ένα άλλοθι για το ίδιο το καθεστώς να «υποκύψει» στις πιέσεις ενός διογκούμενου «κινήματος από τα κάτω» που στέλνει φασίστες στη βουλή για να «πιέσουν» για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών, αυτών δηλαδή που το σύστημα επιδιώκει να περάσει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποδοχή. Όλη αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη παρότρυνση των φασιστικών επιθέσεων από το κράτος που θα στρέφονται πιο ανοιχτά και ενάντια στους αγωνιστές και στις διαδηλώσεις με συνεργασία των κατασταλτικών μηχανισμών.Η αστικο-κοινοβουλευτική λειτουργία καθαυτή θα ευθυγραμμιστεί  ακόμα πιο πολύ με τη διαμόρφωση του εκφασισμού του κράτους και του καθεστώτος εξαίρεσης που μονιμοποιεί την έκτακτη ανάγκη της χρεοκοπίας, και την πραξικοπηματική «εκτροπή» της άμεσης ψήφισης και θέσπισης νόμων ως εξαναγκασμό της τρόικας.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο διογκωνόταν εδώ και τόσα χρόνια το φαινόμενο της φασιστικοποίησης και οι χρυσαυγίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι και να χτίζουν τις δικές τους βάσεις υποστηριζόμενοι από την επίσημη κρατική προπαγάνδα όπως και από την απροκάλυπτη συνεργασία τους με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Η αστυνομία όχι μόνο τους βοηθά στα πογκρόμ που κάνουν ενάντια στους μετανάστες, αλλά είναι αυτή που τους ειδοποιεί να πάνε όπου υπάρχουν «παράπονα» από ντόπιους μικροαστούς και επιχειρηματίες για μετανάστες, όπως στον Αγ. Παντελεήμονα και την Πλ. Αττικής. Οι ναζιστές κατάφεραν να εδραιωθούν δρώντας μεθοδικά και έξυπνα, με το να αποτελούν σε ένα βαθμό τόσο την αιχμή του δόρατος της κρατικής βίας όσο και τον «εκλαϊκευτή» της προπαγάνδας και της κουλτούρας που προωθεί το αστικό σύστημα.
Στην παρούσα συγκυρία των απανωτών μνημονιακών μέτρων οι χρυσαυγίτες κατάφεραν, από εκεί που ήταν περιθωριακοί εκλογικά, αρχικά να βγάλουν δημοτικό σύμβουλο στην Αθήνα και τώρα να μαζέψουν 425 χιλιάδες ψήφους. Η επιτυχία τους συνιστά μία κοινωνική αποδοχή που ξεπερνάει αυτούς που τους ψήφισαν και που αποκτά και χαρακτηριστικά αρωγής στη βία που χρησιμοποιούν. Αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο του ότι το καθεστώς τους έχει αβαντάρει με κάθε τρόπο χτίζοντας το προφίλ που τους ταιριάζει, όσο και λόγω του ότι κάνουν παιχνίδι με έναν από τους βασικότερους πυλώνες της επίσημης αστικής ατζέντας, που είναι η φασιστικοποίηση διά μέσου του ρατσισμού και του εθνικισμού ως μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης της εθνικής οικονομίας. Αλλά πιστεύουμε ότι η στιγμή που οι φασίστες κατάφεραν να εδραιωθούν πλατιά ως μία δύναμη στο πλευρό του λαού ήταν, όταν υπό την πίεση του να δοθεί πολιτική κατεύθυνση στις κινητοποιήσεις του Συντάγματος και των πλατειών, το κίνημα (και ιδιαίτερα η καθεστωτική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που προσεταιρίστηκε και την πλειοψηφία αυτού του κόσμου εκλογικά) έκανε εκπτώσεις στον αντικαπιταλιστικό λόγο και τα κομμουνιστικά/οργανωτικά χαρακτηριστικά, τηρώντας μία γραμμή ακολουθητισμού στο δομημένο από το αστικό καθεστώς δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Ακόμη χειρότερα, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς δεν αναγνώριζε την ιμπεριαλιστική εξάρτηση του ελληνικού κεφαλαίου από την ΕΕ, ούτε και την ίδια την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος, μιλώντας γενικόλογα για παγκοσμιοποιήσεις και κακούς τραπεζίτες, άρχισε μετά το πρώτο μνημόνιο να μιλάει για «κατοχικές κυβερνήσεις» και «γερμανοτσολιάδες». Έτσι η Αριστερά άφησε και πάλι στο απυρόβλητο την ίδια τη φύση του ελληνικού κεφαλαίου. Αντίθετα, το κίνημα έκανε την πάπια και στο ρεύμα της δυσπιστίας και της εθνικοπατριωτικής αγανάκτησης προς τους πολιτικούς γενικά και τους συνδικαλιστές γενικά, που αφήνει στο απυρόβλητο τη φύση της εκμετάλλευσης και ανοίγει το δρόμο στη ρητορεία που έχει προβάλλει με τόσο επιτυχημένο τρόπο η ΧΑ περί ξενόδουλων εθνοπροδοτών πολιτικών που οδήγησαν τη χώρα στη ντροπή του «χρέους».
Η Αριστερά είναι, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για το γεγονός ότι όχι μόνο δεν ανάκοψε την παρουσία των φασιστών στις γειτονιές όταν ήταν ακόμη περιθωριακοί αλλά για το ότι δεν αναγνώρισε τη διαδικασία της φασιστικοποίησης όλα αυτά τα χρόνια και δεν πήρε ανάλογα μέτρα για αυτήν. Εξαίρεση υπήρξαν συγκεκριμένες τάσεις (κυρίως από τον αντιεξουσιαστικό και τον τροτσκιστικό χώρο, αλλά και μειοψηφικές ομάδες κομμουνιστικής αναφοράς) που έθεταν το ζήτημα του φασιστικού κινδύνου και πρότασσαν διάφορες δράσεις σχετικά με αυτό. Αυτές οι δράσεις έχουν μείνει όμως σταθερά μερικές ως προς την προοπτική τους και αποτυπώνουν και τη γενικότερη πολιτική λογική αυτών των χώρων. Συγκεκριμένες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και των αναρχικών/αυτόνομων, αντιμετωπίζουν τους μετανάστες σαν εργαλείο για τη δική τους προβολή ως εργολάβοι του αντιφασιστικού κινήματος και τηλεοπτικοί «μεταναστοπατέρες», καθιστώντας τους κουβαλητές των πλακάτ για να καλλιεργήσουν τεχνηέντως ένα προφίλ δήθεν «παγκόσμιου κινήματος». Αυτό τελικά μόνο ανάδειξη του προλεταριακού χαρακτήρα των μεταναστών δεν οδηγεί, γιατί είτε προωθεί τον ουμανισμό του «κάτω όλα τα σύνορα»‒«κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος» και της θυματοποίησης των μεταναστών, είτε ως εξωτικά όντα, την ενδυμασία και την κουλτούρα των οποίων αυτές οι τάσεις υιοθετούν, είτε ως αξιοζήλευτους «ηθικοταξικά» και μοναδικούς εργάτες σε μία χώρα μικροαστών. Στον αντίποδα, όταν γίνονται κεντρικές και τοπικές κινητοποιήσεις υπέρ των μεταναστών που έχουν ελεγχθεί πλήρως από τις προαναφερθείσες δυνάμεις, όσες οργανώσεις διαφωνούν (σωστά) με αυτή την αντίληψη περί υποστήριξης των μεταναστών εκφράζουν την πολιτική τους «συνέπεια» με τη συνολική ανυπαρξία στη στήριξη αυτών των κινήσεων, μην δίνοντας τη μάχη για να μπολιαστούν με σωστό ταξικό προσανατολισμό. Έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων του κινήματος ευθύνεται για την απουσία κατανόησης από την ελληνική κοινωνία της ταξικής θέσης των μεταναστών μέσα σε αυτήν.
Σε πολιτικό επίπεδο, η Αριστερά έμεινε για πολλά χρόνια στην εκτίμηση ότι το κράτος απλά καταστέλλει τους αγώνες και τις ελευθερίες, εμμένοντας στον καταγγελτικό λόγο και θεωρούσε ότι λόγω της σταδιακής κατάργησης των εργατικών δικαιωμάτων, ο κόσμος (που κατά την πάγια θέση της δεν έχει συντηρητικά κι φασιστικά ένστικτα) θα ριζοσπαστικοποιηθεί και θα επέλθει η ενότητα της εργατικής τάξης. Τώρα φάνηκε ότι ενώ δήθεν έπεσαν οι μάσκες μετά την επίθεση στην Κανέλλη και τη Δούρου (λες και έπρεπε να γίνει αυτό για να καταλάβουν οι άνθρωποι του κινήματος τι εστί Χρυσή Αυγή), το ποσοστό της ΧΑ όχι μόνο δεν έπεσε, αλλά τουλάχιστον 400.000 (στην πραγματικότητα πολλαπλάσιοι) συνειδητά τάσσονται στο πλευρό της και αποδέχονται τις δολοφονικές επιθέσεις στους μετανάστες και το ξύλο στους αριστερούς. Έτσι οι περισσότερες οργανώσεις της Αριστεράς διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι είχαν προβλέψει την επερχόμενη φασιστικοποίηση και διαγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα έχει τα περισσότερα κείμενα ανάλυσης για το φασιστικό φαινόμενο. Και αυτό χωρίς να κάνουν την παραμικρή αυτοκριτική για το γεγονός ότι τόσα χρόνια υποτιμούσαν ηθελημένα το θέμα και έφτυναν όσους το έθεταν θεωρητικά και πρακτικά. Για το γεγονός ότι δεν έκαναν τίποτα (πέρα από εξαγγελίες) για την ένταξη των μεταναστών προλετάριων στο κίνημα ως απαραίτητη για την ταξική ενοποίηση, προβάλλοντας αντικειμενικές μεν, δικαιολογίες δε, για τη δυσκολία των ίδιων να εισέλθουν σε αυτό, όπως την πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση των χωρών προέλευσής τους, και τη θέληση τους να φύγουν από την Ελλάδα για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για το γεγονός ότι εξοβέλισε και εξοβελίζει την αναγκαιότητα της λαϊκής αντιβίας ως αυτοάμυνα και αποτροπή της  εισβολής και του ριζώματος των φασιστών στις γειτονιές μας, με τη δικαιολογία ότι το φασισμό θα τον τσακίσει δήθεν το εργατικό κίνημα και τα σωματεία, που αποτελεί δικαιολογία για να μην γίνει αυτό που είναι απαραίτητο: η αντιφασιστική πολιτική δουλειά ως προϋπόθεση για την αναγέννηση του μαζικού ταξικού κινήματος με ενότητα ντόπιων και μεταναστών, απόκρουση του κοινωνικού αυτοματισμού και μαχητικό χαρακτήρα απέναντι στη φασιστικοποίηση που επιβάλλει το καθεστώς. Και τέλος για το ότι ενώ οι φασίστες οικοδομούν πολιτική και κοινωνικό ρεύμα πάνω στην κυρίαρχη κουλτούρα που συνδυάζει μέσα σε έναν εθνικιστικό χυλό το φόβο, τον ατομικισμό και την αποξένωση με τον λούμπεν τσαμπουκά, η Αριστερά δε διαμορφώνει εργατικό-λαϊκό πολιτισμό (τόσο με την ευρεία έννοια της καθημερινότητας όσο και στο επίπεδο της τέχνης και της σκέψης). Αντίθετα επιβάλλει στους ανθρώπους της να είναι ίδιοι με όλους τους υπόλοιπους «απλούς» πολίτες και απολαμβάνει το ρόλο του πειθήνιου καρπαζοεισπράκτορα των φυσικών, ηθικών και πολιτικών επιθέσεων από τους φασίστες, τους μπάτσους και το κράτος, εμμένοντας πάγια και στωικά στην απλή καταγγελία όλων των περιστατικών βίας. Αυτή είναι η κληρονομιά της Αριστεράς της ήττας, αποτέλεσμα των συνδρόμων που απέκτησε μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, τη ρεβιζιονιστική στροφή του 1956, και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ: την ηττοπάθεια, την ανάγκη τα μέλη της να γίνουν αποδεκτά στην κοινωνία μετά από δεκαετίες διώξεων και αποκλεισμών. Γι’ αυτό η Αριστερά έχει υιοθετήσει, ειδικά μετά την μεταπολίτευση, το χαρακτήρα του «αγίου» και του θύματος, που όσο ξύλο και να φάει, θα γυρίσει το μάγουλο από την άλλη, και ποτέ δεν θα προκαλέσει βίαια το καθεστώς, προωθώντας έναν τύπο δήθεν συνολικού αντισυστημικού πασιφισμού, που δεν θεωρεί εχθρούς τους μπάτσους και τους φασίστες, αλλά «όλο το σύστημα».
Ο χαρακτήρας που πρέπει να έχει λοιπόν ο αντιφασιστικός αγώνας στο σήμερα δεν είναι επ’ ουδενί υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας όπως ισχυρίζονται κάποιοι αλλά σύγκρουση με τη πολιτική του συστήματος που επιδιώκει να φασιστικοποιήσει όλη την κοινωνία και να εδραιώσει μία και καλή την απρόσκοπτη εκμετάλλευση του λαού με τσακισμένες τις εργατικές αντιστάσεις. Άλλωστε, ο φασισμός δεν αναδύεται απλά επειδή υπάρχει κρίση ή κενό κράτους (το τελευταίο είναι μύθος έτσι κι αλλιώς) αλλά επειδή το εργατικό κίνημα αδυνατεί να γίνει μαζικό σε επαναστατική κομμουνιστική κατεύθυνση, αδυνατεί να δώσει στα στρώματα που εξαθλιώνονται προοπτική άμεσης και στρατηγικής απάντησης στα αδιέξοδα του καπιταλισμού. Είναι καθήκον του κινήματος εδώ και τώρα να δώσει στους μετανάστες να καταλάβουν ότι είμαστε δίπλα τους πραγματικά, ότι δεν είναι όλοι οι ντόπιοι φασίστες (ακόμα) και να τους βοηθήσουμε να αυτοοργανωθούν και να ζουν ανοιχτά μαζί μας στις γειτονιές, και να σταματήσουμε να φτιάχνουμε πελατειακές σχέσεις μαζί τους ως μπράβοι και προστάτες. Είναι καθήκον μας να δώσουμε στους ντόπιους να καταλάβουν ότι αν δεν ήταν οι μετανάστες και η μαύρη εκμετάλλευσή που υφίστανται τόσα χρόνια από τα αφεντικά, η ελληνική οικονομία θα είχε καταρρεύσει χρόνια πριν, ότι είναι μικροπωλητές και γυαλίζουν παρμπρίζ στους δρόμους γιατί δεν θέλουν να καταφύγουν στο έγκλημα, ότι ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα. Να μετατρέψουμε την αλληλεγγύη από ανθρωπισμό (που μέσα στην κρίση έχει πεθάνει) του «κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος» σε ταξική ενότητα των επισφαλώς εργαζομένων και ανέργων. Και βέβαια να ανοίξουμε όλα τα ζητήματα που άπτονται της φασιστικοποίησης και της ισχυροποίησης της συναίνεσης στο πλέγμα της ασφάλειας και της σωτηρίας της οικονομίας, όπως την περιφρούρηση και διάδοση όλων των αγώνων που γίνονται και βάλλονται από την εργοδοσία και τα ΜΜΕ, τη στοχοποίηση των οροθετικών γυναικών, τη σεξουαλική καταπίεση.
Πέρα από γενικές διακηρύξεις για την αναγκαιότητα του αντιφασιστικού αγώνα, θεωρούμε ότι πρέπει να γίνουν δημόσιες τοποθετήσεις επί της ουσίας και για τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να έχει αυτός ο αγώνας από όλες τις τάσεις του κινήματος, εφόσον αυτές αντιλαμβάνονται αυτήν την αναγκαιότητα. Είναι γεγονός ότι έχει ξεκινήσει μία διαδικασία αντιφασιστικών δράσεων μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και πρωτοβουλίες, όπως και μία γενική φιλολογία περί συγκρότησης ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου στις γειτονιές (το τελευταίο το τονίζουμε γιατί έχει σημασία). Μέσα σε αυτές τις διαδικασίες εκφράζονται αντιθετικές αντιλήψεις ως τμήμα διαφορετικών πολιτικών τοποθετήσεων όσον αφορά την πολιτική «αισθητική» και τον λόγο που θα παράγει προς τα έξω το μέτωπο, τις πρακτικές που θα μεταχειρίζεται, καθώς και τη σχέση με οργανωμένους φορείς. Υπάρχει μία λογική που λέει ότι τώρα που ο φασισμός παίρνει κεφάλι, η αντιφασιστική δράση πρέπει να είναι μετριοπαθής, χωρίς «αντιεθνικιστικό» λόγο που θα στρέφει τον κόσμο εναντίον μας. Αυτή είναι μία λογική που εκτός του ότι εξ’ αρχής κουβαλάει ηττοπάθεια, δεν αμφισβητεί στην πράξη τη φασιστικοποίηση ως εθνική-κρατική και καπιταλιστική πολιτική. Επίσης δεν αντιλαμβάνεται ότι η μεταχείριση εθνικοπατριωτικού λόγου από το κίνημα, ή η επιλογή μη αντιπαράθεσης με αυτόν (π.χ. αποφυγή της Αριστεράς να θίξει το θέμα της Μακεδονίας), δεν διαπαιδαγωγεί τον κόσμο σε ταξική βάση, αλλά τον βάζει να πολεμάει κάτω από ξένες σημαίες και τελικά τον αφήνει έρμαιο στην επίσημη αστική προπαγάνδα που μεταχειρίζεται και η αντιμνημονιακή φασιστοδεξιά. Ας μη ξεχνάμε και το πώς η «κάτω πλατεία» αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στις εκλογές χρησιμοποίησε «την επιστροφή της δημοκρατίας στον τόπο που γεννήθηκε». Από την άλλη πολύ σωστά τίθεται η αναγκαιότητα στον αντιφασιστικό αγώνα να ενταχθεί και κάθε προοδευτικός και δημοκρατικός άνθρωπος χωρίς πιστοποιητικά ιδεολογικών φρονημάτων.
Το άλλο κρίσιμο σημείο είναι οι πρακτικές, και πιο συγκεκριμένα αυτή της βίας. Εδώ, αναρχικές τάσεις προκρίνουν τη λογική των «ομάδων κρούσης» που θα «λύνουν» το ζήτημα των φασιστικών επιδρομών μετά από ειδοποιήσεις που θα γίνονται, εκφράζοντας γενικά την επιτακτική ανάγκη οι «αυτοοργανωμένες» λαϊκές συνελεύσεις να αναβαθμιστούν «στρατιωτικά». Κατ’ αρχάς, η αναγωγή ενός ζητήματος στην στρατιωτική του διάσταση βάζει αναπόφευκτα και το θέμα της νίκης και της ήττας. Αν δεν συγκροτείς το στρατιωτικό (μέσα και έξω από εισαγωγικά) σκέλος ενός αγώνα με όρους νίκης, αλλά στο επίπεδο των «διαθέσεων», της ετοιμότητας και των οξυμένων αντανακλαστικών ορισμένων συγκροτημένων ομάδων (έστω και με έναν πιο διευρυμένο πυρήνα, που όμως αντικειμενικά δεν υπάρχει) για να τα έχεις καλά με τη συνείδησή σου, τότε αντικειμενικά έχεις χάσει πριν παλέψεις, δεδομένου ότι στο τώρα η βία είναι το γήπεδο των φασιστών. Αυτό γίνεται οξύτερο αν λάβουμε υπ’ όψιν την αδράνεια και τον παροπλισμό συνολικά του κινήματος εδώ και μήνες. Η λαϊκή αντιβία και αυτοάμυνα είναι δεδομένο ότι πρέπει να συγκροτηθεί, αλλά δεν μπορεί να είναι και αυτή ένας αποσπασματικός και μερικός ακτιβισμός, αν δεν μπουν οι προοπτικές που θα την κάνουν να πυκνώσει κοινωνικά. Με άλλα λόγια, όσο ενθαρρύνονται μέσα στο κίνημα της βάσης (όπως αυτό προσπαθεί να συγκροτηθεί στις γειτονιές) οι λογικές της ανάθεσης του αντιφασισμού στους κάθε λογής έτοιμους και αποφασισμένους και δεν προχωράει το ζήτημα της αυτοοργάνωσης, του χτυπήματος κάθε λογής καπελώματος, και τελικά να εξελίσσονται οι ίδιες οι δομές σε αντιφασιστικές πρωτοβουλίες με δημιουργία αντιφασιστικών στεκιών-χώρων αναφοράς με ποικιλόμορφη δράση που θα μπαίνουν στα μούτρα των φασιστών και θα αποτελούν και το εφαλτήριο της δράσης των κομμουνιστών μέσα στις γειτονιές, τότε ξύλο δεν θα δίνουμε και ξύλο θα τρώμε (τουλάχιστον). Από την άλλη, αν δεν γίνει ευρέως αντιληπτό ότι ο φασισμός, δεδομένου ότι διογκώνεται, ξεπερνάει κατά πολλοίς τη ΧΑ και θα αποκτήσει κι άλλες μορφές και δυνάμεις όσο ο κόσμος αδυνατεί να ανταπεξέλθει στην προελαύνουσα εξαθλίωση, είναι αναγκαίο να συμπυκνωθεί σε αιχμές ο πολιτικός αντιφασιστικός λόγος ώστε να πάει πόρτα-πόρτα.
Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει άμεση η σύνδεση της φασιστικοποίησης με την πολιτική του κεφαλαίου και του αστικού κράτους. Να τονιστεί ο ρόλος και η σημασία που έχουν οι μετανάστες στην κοινωνία μας και να προωθούμε την ταξική αλληλεγγύη. Να ξεσκεπάζεται με πολιτικο-πολιτιστικές δράσεις αντιφασιστικού περιεχομένου ο συστημικός ρόλος των φασιστών, ώστε να απομονώνονται και να μην αποτολμούν επελάσεις στις γειτονιές, και να διαπομπεύουμε τους χρυσαυγίτες και προσωπικά, ως εκπροσώπους της πολιτικής του συστήματος, πράγμα που θα αποτελέσει και την αφετηρία της μαζικής εκπλήρωσης του συνθήματος «τσακίστε τους φασίστες σε κάθε γειτονιά». Αυτό θα είναι σε αντίθεση με τη ρεφορμιστική λογική του «δεν είναι κόμμα, είναι ναζιστική συμμορία» και της απαίτησης από τους κρατικούς μηχανισμούς να αντιμετωπίσουν τη ΧΑ και να την βγάλουν εκτός νόμου.
Να δημιουργηθούν στέκια και χώροι συνύπαρξης αντιφασιστών, νεολαίων, ελλήνων και μεταναστών εργατών, με άμεση αντιπληροφόρηση και αίτημα αντίστασης με σύνθημα «κανείς μόνος απέναντι στον φασισμό». Τα στέκια-αντιφασιστικές ομάδες με το πρώτο κρούσμα συγκάλυψης της φασιστικής δράσης από τις δυνάμεις καταστολής, να ξεσκεπάζουν τα συγκοινωνούντα δοχεία της ΧΑ και της ΕΛΑΣ – αποδεδειγμένα ψηφοφόρων της – ως μέτρο πίεσης και αντιπαράθεσης με την αποδυναμωμένη, σχετικά, διαχείριση εξουσίας που θα χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τα ναζιστικά τάγματα εφόδου να βοηθούν στο κατασταλτικό έργο των ΜΑΤ. Τέλος, η αντιφασιστική δράση θα πρέπει να καταλήγει στο αίτημα το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά κυρίως το ευρύτερο κίνημα (με τους εκπαιδευτικούς να έχουν βαρύνοντα ρόλο) να «νομιμοποιήσει ταξικά» τους μετανάστες, χαράσσοντας το σύνθημα «είναι κομμάτι της τάξης μας, είναι μαζί μας, δουλεύουν μαζί μας, ζουν δίπλα μας».
Τέλος είναι κρίσιμο το ζήτημα του να μην είναι ο αντιφασιστικός αγώνας καθήκον μόνο των γειτονιών (αν μείνει εκεί θα αποτύχει παταγωδώς) άλλα πρέπει να μπει στην ημερήσια διάταξη της κατεύθυνσης που πρέπει να πάρει το πλατύ κίνημα σε κεντρικό επίπεδο. Αυτό απαιτεί να αναλάβουν όλες οι δυνάμεις του κινήματος, και ιδιαίτερα αυτές που έχουν αναφορές στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και τον κομμουνισμό, τις ευθύνες απέναντι στους κινδύνους που εγκυμονεί το προτσές της φασιστικοποίησης. Να οργανώσουν την αυτοάμυνα του αριστερού και όλου του αγωνιζόμενου κόσμου απέναντι στις επιθέσεις που θα δεχτούμε στο δρόμο και στις πλατιές κινητοποιήσεις μακριά από τις ξεπερασμένες λογικές της καταγγελίας και της μη-απάντησης στις προβοκάτσιες. Να απομονωθούν μέσα στον αντιφασιστικό αγώνα όλες οι πρακτικές που τον τορπιλίζουν ήδη πριν καν αυτός αποκτήσει στοιχειώδη συγκρότηση: τόσο οι παραγοντισμοί των εργολάβων του αντιρατσισμού που ως αλεξιπτωτιστές παρευρίσκονται σε κάθε τοπική δράση φορτώνοντας ταμπελάκια και σημαιάκια στους μετανάστες για να παράγουν την εντύπωση ότι αυτοί οργανώνουν όλες τις δράσεις, όσο και η λογική του «δεν θέλουμε κόμματα», η οποία όσο και αν δεν το αντιλαμβάνονται αυτοί που την εκφράζουν, αφενός συγχρωτίστηκε με τους φασίστες στο Σύνταγμα, και αφετέρου εκφράζει τους δικούς τους μικροηγεμονισμούς στις τοπικές διαδικασίες.
Στην παρούσα φάση, οι εκλογές έχουν δώσει μία σειρά συμπερασμάτων για τη μέχρι τώρα κοινωνική απήχηση του κινήματος. Ένα από αυτά αφορά και τις ευθύνες του σχετικά με τη φασιστικοποίηση και την άνοδο της ΧΑ. Τα επιτακτικά όμως ζητήματα είναι πρώτον ότι οι εκλογές έληξαν με επικράτηση της πολιτικής, η οποία σπέρνοντας ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση, προώθησε και το φασισμό και θα εντείνει αυτή τη διαδικασία, και δεύτερον ότι το κίνημα βρίσκεται σε εκούσια αδράνεια και είναι κραυγαλέα ανέτοιμο μπροστά στις νέες εξελίξεις. Δεν τρέφουμε αυταπάτες: Είναι καθήκον της εργατικής τάξης και του οργανωμένου κινήματος να αποτελειώσει το φασισμό, θέτοντας ταυτόχρονα και τους όρους της επαναστατικής ανατροπής του κεφαλαίου και του αστικού κράτους. Όμως το ταξικό εργατικό κίνημα για να ανασυγκροτηθεί και να αναμετρηθεί με την πολιτική του συστήματος που γεννάει και επιβάλλει τη φασιστικοποίηση, έχει καθήκον να γίνει αντιφασιστικό παλεύοντας για την ενότητα της τάξης, απέναντι στη διάσπασή της που προωθεί η ΧΑ και το σύστημα που αυτή υπηρετεί. Ένα κίνημα που είναι απροετοίμαστο, δεν έχει περιεχόμενο, και δεν βάζει συγκεκριμένες καταστάσεις στο στόχαστρό του είναι ένα κίνημα που δεν θα υπάρχει. Σε αυτή την περίπτωση, οι φασίστες θα κυκλοφορούν όλο και πιο άνετα στις γειτονιές, θα παίρνουν όλο και πιο πολύ κόσμο με το μέρος τους. Και όταν ο φασισμός σηκώνει κεφάλι, το καθήκον των κομμουνιστών είναι να το κόψουν. Αυτό έπραξαν στην ιστορία, γράφοντας τις πιο λαμπρές σελίδας του επαναστατικού κινήματος, αυτό οφείλουν να κάνουν και τώρα!

πηγή : indymedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου